- θρηνητικός
- -ή, -ό (ΑΜ θρηνητικός, -ή, -όν) [θρηνητής]1. επιρρεπής στον θρήνο, αυτός που ανακουφίζεται με τον θρήνο2. πένθιμος, θλιβερός, λυπητερόςαρχ.1. κατάλληλος για θρήνο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρηνητικόναιτία για θρήνο.επίρρ...θρηνητικώς και -ά (ΑΜ θρηνητικῶς)με θρηνητικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.